Definify.com
Definition 2024
αποκερματισμός
αποκερματισμός
Greek
Noun
αποκερματισμός • (apokermatismós) f (plural αποκερματισμοί)
Declension
declension of αποκερματισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποκερματισμός | αποκερματισμοί |
genitive | αποκερματισμού | αποκερματισμών |
accusative | αποκερματισμό | αποκερματισμούς |
vocative | αποκερματισμός | αποκερματισμοί |