Definify.com
Definition 2024
απλό_εισιτήριο
απλό εισιτήριο
Greek
Noun
απλό εισιτήριο • (apló eisitírio) n (plural απλά εισιτήρια)
Declension
Synonyms
- εισιτήριο άνευ επιστροφής n (eisitírio áney epistrofís, “ticket without return”)
Related terms
- see: εισιτήριο n (eisitírio, “ticket”)