Definify.com
Definition 2024
απείθεια
απείθεια
Greek
Noun
απείθεια • (apeítheia) f (uncountable)
- disobedience
- πολιτική απείθεια ― politikí apeítheia ― civil disobedience
Declension
declension of απείθεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απείθεια | απείθειες |
genitive | απείθειας | απειθειών |
accusative | απείθεια | απείθειες |
vocative | απείθεια | απείθειες |
Synonyms
- ανυπακοή f (anypakoí)