Definify.com
Definition 2024
αξίωμα
αξίωμα
See also: ἀξίωμα
Greek
Adjective
αξίωμα • (axíoma) n (plural αξιώματα)
- (philosophy, mathematics, logic) axiom
- rank, office
Declension
declension of αξίωμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αξίωμα | αξιώματα |
genitive | αξιώματος | αξιωμάτων |
accusative | αξίωμα | αξιώματα |
vocative | αξίωμα | αξιώματα |