Definify.com
Definition 2024
αντικατασταίνω
αντικατασταίνω
Greek
Verb
αντικατασταίνω • (antikatastaíno) (simple past αντικατέστησα or αντικατάστησα)
- (colloquial) form of αντικαθιστώ (antikathistó)
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.