Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αντίδι
αντίδι
Greek
Noun
αντίδι
•
(
antídi
)
n
(
plural
αντίδια
)
endive
,
chard
Declension
declension of
αντίδι
singular
plural
nominative
αντίδι
αντίδια
genitive
αντιδιού
αντιδιών
accusative
αντίδι
αντίδια
vocative
αντίδι
αντίδια
Coordinate terms
see:
σικορέ
n
(
sikoré
,
“
chicory
”
)
Similar Results