Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αντίβαρο
αντίβαρο
Greek
Noun
αντίβαρο
•
(
antívaro
)
n
(
plural
αντίβαρα
)
counterweight
,
counterbalance
Declension
declension of
αντίβαρο
singular
plural
nominative
αντίβαρο
αντίβαρα
genitive
αντίβαρου
αντίβαρων
accusative
αντίβαρο
αντίβαρα
vocative
αντίβαρο
αντίβαρα
See also
βαρίδι
n
(
varídi
,
“
weight
”
)
ζυγαριά
f
(
zygariá
,
“
scales, balance
”
)
Etymology
αντι-
(
anti-
,
“
counter
”
)
+
βαρο
(
varo
,
“
weight
”
)
Similar Results