Definify.com

Definition 2024


αντίβαρο

αντίβαρο

Greek

Noun

αντίβαρο (antívaro) n (plural αντίβαρα)

  1. counterweight, counterbalance

Declension

See also

  • βαρίδι n (varídi, weight)
  • ζυγαριά f (zygariá, scales, balance)