Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ανορεξιά
ανορεξιά
See also:
ανορεξία
Greek
Noun
ανορεξιά
•
(
anorexiá
)
f
(
plural
ανορεξιές
)
(
colloquial
)
Alternative form of
ανορεξία
(
anorexía
)
Declension
declension of
ανορεξιά
singular
plural
nominative
ανορεξιά
ανορεξιές
genitive
ανορεξιάς
ανορεξιών
accusative
ανορεξιά
ανορεξιές
vocative
ανορεξιά
ανορεξιές
Similar Results