Definify.com
Definition 2024
ανομοίωση
ανομοίωση
Greek
Noun
ανομοίωση • (anomoíosi) f (plural ανομοιώσεις)
Declension
declension of ανομοίωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανομοίωση | ανομοιώσεις |
genitive | ανομοίωσης / ανομοιώσεως | ανομοιώσεων |
accusative | ανομοίωση | ανομοιώσεις |
vocative | ανομοίωση | ανομοιώσεις |
Synonyms
- (abbreviation) ανομ. (anom.)