Definify.com
Definition 2024
ανιχνευτής
ανιχνευτής
Greek
Noun
ανιχνευτής • (anichneftís) m (plural ανιχνευτές, feminine ανιχνεύτρια)
Declension
declension of ανιχνευτής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανιχνευτής | ανιχνευτές |
genitive | ανιχνευτή | ανιχνευτών |
accusative | ανιχνευτή | ανιχνευτές |
vocative | ανιχνευτή | ανιχνευτές |
Related terms
- see: ανιχνεύω (anichnévo, “to scout, to detect”)