Definify.com

Definition 2024


ανιχνευτής

ανιχνευτής

Greek

Noun

ανιχνευτής (anichneftís) m (plural ανιχνευτές, feminine ανιχνεύτρια)

  1. scout, tracker
    Ανιχνευτές Σέλους (Selous Scouts)
  2. sleuth

Declension

Related terms

see: ανιχνεύω (anichnévo, to scout, to detect)