Definify.com
Definition 2024
ανθρωποφάγος
ανθρωποφάγος
Greek
Noun
ανθρωποφάγος • (anthropofágos) m, f (plural ανθρωποφάγοι)
Declension
declension of ανθρωποφάγος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανθρωποφάγος | ανθρωποφάγοι |
genitive | ανθρωποφάγου | ανθρωποφάγων |
accusative | ανθρωποφάγο | ανθρωποφάγους |
vocative | ανθρωποφάγε | ανθρωποφάγοι |
Synonyms
- κανίβαλος m (kanívalos)