Definify.com
Definition 2024
ανθοδοχείο
ανθοδοχείο
Greek
Noun
ανθοδοχείο • (anthodocheío) n (plural ανθοδοχεία)
Declension
declension of ανθοδοχείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανθοδοχείο | ανθοδοχεία |
genitive | ανθοδοχείου | ανθοδοχείων |
accusative | ανθοδοχείο | ανθοδοχεία |
vocative | ανθοδοχείο | ανθοδοχεία |
Synonyms
- βάζο n (vázo)