Definify.com
Definition 2024
αναχώρηση
αναχώρηση
Greek
Noun
αναχώρηση • (anachórisi) f (plural αναχωρήσεις)
Declension
declension of αναχώρηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναχώρηση | αναχωρήσεις |
genitive | αναχώρησης / αναχωρήσεως | αναχωρήσεων |
accusative | αναχώρηση | αναχωρήσεις |
vocative | αναχώρηση | αναχωρήσεις |
Related terms
- αναχωρητής m (anachoritís, “anchorite”)
- αναχωρώ (anachoró, “to depart”)