Definify.com
Definition 2024
αναφορά
αναφορά
See also: αναφορα.
Greek
Noun
αναφορά • (anaforá) f (plural αναφορές)
Declension
declension of αναφορά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναφορά | αναφορές |
genitive | αναφοράς | αναφορών |
accusative | αναφορά | αναφορές |
vocative | αναφορά | αναφορές |
Synonyms
Related terms
- αναφορικός (anaforikós, “relative”)
External links
- αναφορά on the Greek Wikipedia.Wikipedia el