Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αναρχισμοί
αναρχισμοί
Greek
Noun
αναρχισμοί
•
(
anarchismoí
)
m
nominative plural of
αναρχισμός
(
anarchismós
)
vocative plural of
αναρχισμός
(
anarchismós
)
Similar Results