Definify.com
Definition 2024
αναπνοή
αναπνοή
Greek
Noun
αναπνοή • (anapnoí) f (plural αναπνοές)
Declension
declension of αναπνοή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναπνοή | αναπνοές |
genitive | αναπνοής | αναπνοών |
accusative | αναπνοή | αναπνοές |
vocative | αναπνοή | αναπνοές |
Synonyms
- ανάσα f (anása)
Related terms
- αναπνέω (anapnéo, “breathe”)
- αναπνευστικός (anapnefstikós, “respiratory, breathing”)
- καρδιοαναπνευστικός (kardioanapnefstikós, “cardiopulmonary”)