Definify.com

Definition 2024


αναπνοή

αναπνοή

Greek

Noun

αναπνοή (anapnoí) f (plural αναπνοές)

  1. breath, breathing, respiration

Declension

Synonyms

  • ανάσα f (anása)

Related terms

  • αναπνέω (anapnéo, breathe)
  • αναπνευστικός (anapnefstikós, respiratory, breathing)
  • καρδιοαναπνευστικός (kardioanapnefstikós, cardiopulmonary)