Definify.com
Definition 2024
ανανέωση
ανανέωση
Greek
Noun
ανανέωση • (ananéosi) n (plural ανανεώσεις)
Declension
declension of ανανέωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανανέωση | ανανεώσεις |
genitive | ανανέωσης / ανανεώσεως | ανανεώσεων |
accusative | ανανέωση | ανανεώσεις |
vocative | ανανέωση | ανανεώσεις |
Related terms
- ανανεώνω (ananeóno, “to renew”)