Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ανανάς
ανανάς
Greek
Noun
ανανάς
•
(
ananás
)
m
(
plural
ανανάδες
)
pineapple
(fruit)
pineapple
(plant)
Declension
declension of
ανανάς
singular
plural
nominative
ανανάς
ανανάδες
genitive
ανανά
ανανάδων
accusative
ανανά
ανανάδες
vocative
ανανά
ανανάδες
Etymology
From
Portuguese
ananás
(
“
pineapple
”
)
.
Similar Results