Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αναμφίβολα
αναμφίβολα
Greek
Adverb
αναμφίβολα
•
(
anamfívola
)
undeniably
Synonyms
αναμφιβόλως
(
anamfivólos
)
αναντίρρητα
(
anantírrita
)
αναμφισβήτητα
(
anamfisvítita
)
Similar Results