Definify.com
Definition 2024
αναλγητικό
αναλγητικό
Greek
Noun
αναλγητικό • (analgitikó) n (plural αναλγητικά)
Declension
declension of αναλγητικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αναλγητικό | αναλγητικά |
genitive | αναλγητικού | αναλγητικών |
accusative | αναλγητικό | αναλγητικά |
vocative | αναλγητικό | αναλγητικά |
Synonyms
- παυσίπονο n (pafsípono, “painkiller”)
Related terms
- αναλγητικός (analgitikós, “analgesic, pain reducing”)