Definify.com
Definition 2024
ανακάλυψη
ανακάλυψη
Greek
Noun
ανακάλυψη • (anakálypsi) f
Declension
declension of ανακάλυψη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανακάλυψη | ανακαλύψεις |
genitive | ανακάλυψης / ανακαλύψεως | ανακαλύψεων |
accusative | ανακάλυψη | ανακαλύψεις |
vocative | ανακάλυψη | ανακαλύψεις |
Related terms
- ανακαλύπτω (anakalýpto, “to discover, to invent”)