Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
αναιμία
αναιμία
Greek
Noun
αναιμία
•
(
anaimía
)
f
(
plural
αναιμίες
)
(
medicine
)
anaemia
,
anemia
Declension
declension of
αναιμία
singular
plural
nominative
αναιμία
αναιμίες
genitive
αναιμίας
αναιμιών
accusative
αναιμία
αναιμίες
vocative
αναιμία
αναιμίες
Related terms
αναιμικός
(
anaimikós
,
“
anaemic
”
)
Similar Results