Definify.com
Definition 2024
ανάδυση
ανάδυση
Greek
Noun
ανάδυση • (anádysi) f (plural αναδύσεις)
Declension
declension of ανάδυση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανάδυση | αναδύσεις |
genitive | ανάδυσης / αναδύσεως | αναδύσεων |
accusative | ανάδυση | αναδύσεις |
vocative | ανάδυση | αναδύσεις |
Related terms
- αναδύομαι (anadýomai, “to surface”)
Antonyms
- κατάδυση f (katádysi, “dive”)