Definify.com
Definition 2024
ανάδοχος
ανάδοχος
Greek
Noun
ανάδοχος • (anádochos) m, f (plural ανάδοχοι)
Declension
declension of ανάδοχος
Synonyms
- (godfather): νονός m (nonós)
- (godmother): νονά f (noná)
- (contractor): εργολήπτης m (ergolíptis)
- (contractor): εργολήπτρια f (ergolíptria)
See also
- see: βάπτισμα n (váptisma, “baptism”)