Definify.com
Definition 2024
αμάρτημα
αμάρτημα
See also: ἁμάρτημα
Greek
Noun
αμάρτημα • (amártima) n (plural αμαρτήματα)
Declension
declension of αμάρτημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αμάρτημα | αμαρτήματα |
genitive | αμαρτήματος | αμαρτημάτων |
accusative | αμάρτημα | αμαρτήματα |
vocative | αμάρτημα | αμαρτήματα |
Synonyms
- αμαρτία f (amartía)
Derived terms
- επτά θανάσιμα αμαρτήματα n pl (eptá thanásima amartímata, “seven deadly sins”)
Related terms
- see: αμαρτία f (amartía, “sin”)