Definify.com

Definition 2024


αλεξιπτωτίστρια

αλεξιπτωτίστρια

Greek

Noun

αλεξιπτωτίστρια (alexiptotístria) f (plural αλεξιπτωτίστριες, masculine αλεξιπτωτιστής)

  1. parachutist
  2. (military) paratrooper

Declension

Related terms