Definify.com
Definition 2024
αλβανικό
αλβανικό
Greek
Adjective
αλβανικό • (alvanikó)
- Accusative masculine singular form of αλβανικός (alvanikós).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of αλβανικός (alvanikós).
αλβανικό • (alvanikó)