Definify.com
Definition 2024
ακτινοβολία
ακτινοβολία
Greek
Noun
ακτινοβολία • (aktinovolía) f (plural ακτινοβολίες)
Declension
declension of ακτινοβολία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακτινοβολία | ακτινοβολίες |
genitive | ακτινοβολίας | ακτινοβολιών |
accusative | ακτινοβολία | ακτινοβολίες |
vocative | ακτινοβολία | ακτινοβολίες |
External links
- ακτινοβολία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el