Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
ακτινίδιου
ακτινίδιου
See also:
ακτινιδίου
Greek
Noun
ακτινίδιου
•
(
aktinídiou
)
n
Genitive
singular
form of
ακτινίδιο
(
aktinídio
)
.
Similar Results