Definify.com
Definition 2024
ακροβολιστής
ακροβολιστής
Greek
Noun
ακροβολιστής • (akrovolistís) m (plural ακροβολιστές)
Declension
declension of ακροβολιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ακροβολιστής | ακροβολιστές |
genitive | ακροβολιστή | ακροβολιστών |
accusative | ακροβολιστή | ακροβολιστές |
vocative | ακροβολιστή | ακροβολιστές |
Synonyms
- ακροβολίζομαι (akrovolízomai)
- ακροβολισμός (akrovolismós)
- ακροβολιστί (akrovolistí)