Definify.com
Definition 2024
αιματολόγος
αιματολόγος
Greek
Noun
αιματολόγος • (aimatológos) m, f (plural αιματολόγοι)
- (medicine, biology) haematologist (UK), hematologist (US)
Declension
declension of αιματολόγος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αιματολόγος | αιματολόγοι |
genitive | αιματολόγου | αιματολόγων |
accusative | αιματολόγο | αιματολόγους |
vocative | αιματολόγε | αιματολόγοι |
Related terms
- see: αιματολογία f (aimatología, “haematology”)
- and see: αίμα n (aíma, “blood”)
See also
- αιμοσφαιρίνη f (aimosfairíni, “haemoglobin”)