Definify.com

Definition 2024


αγριοτριανταφυλλιάς

αγριοτριανταφυλλιάς

Greek

Noun

αγριοτριανταφυλλιάς (agriotriantafylliás) f

  1. Genitive singular form of αγριοτριανταφυλλιά (agriotriantafylliá).