Definify.com

Definition 2024


αγκαθοκαλημάνες

αγκαθοκαλημάνες

Greek

Noun

αγκαθοκαλημάνες (ankathokalimánes) f

  1. Nominative, accusative and vocative plural form of αγκαθοκαλημάνα (ankathokalimána).