Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
έντερα
έντερα
See also:
ἔντερα
Greek
Noun
έντερα
•
(
éntera
)
n
nominative plural of
έντερο
(
éntero
)
accusative plural of
έντερο
(
éntero
)
vocative plural of
έντερο
(
éntero
)
Similar Results