Definify.com
Definition 2024
έκταση
έκταση
Greek
Alternative forms
- έκτασις (éktasis) (katharevousa)
Noun
έκταση • (éktasi) f (plural εκτάσεις)
- extent
- extension
- area, expanse
- stretching out
- (grammar) ectasis (the lengthening of a short vowel to a long one)
Declension
declension of έκταση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | έκταση | εκτάσεις |
genitive | έκτασης / εκτάσεως | εκτάσεων |
accusative | έκταση | εκτάσεις |
vocative | έκταση | εκτάσεις |