Definify.com
Definition 2024
έγερση
έγερση
Greek
Noun
έγερση • (égersi) f (plural έγερσεις)
Declension
declension of έγερση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | έγερση | εγέρσεις |
genitive | έγερσης / εγέρσεως | εγέρσεων |
accusative | έγερση | εγέρσεις |
vocative | έγερση | εγέρσεις |
Related terms
- εγείρω (egeíro, “to raise”)
- εθνεγερσία (ethnegersía, “national revolution”)