Definify.com
Definition 2024
άλωση
άλωση
Greek
Noun
άλωση • (álosi) f (plural αλώσεις)
- fall, capture
- (with capital) η Άλωση: the fall of Constantinople in 1453
Declension
declension of άλωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | άλωση | αλώσεις |
genitive | άλωσης / αλώσεως | αλώσεων |
accusative | άλωση | αλώσεις |
vocative | άλωση | αλώσεις |
External links
- άλωση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el