Definify.com
Definition 2024
άλλο
άλλο
Greek
Adverb
άλλο • (állo)
Pronoun
άλλο • (állo)
- Accusative masculine singular form of άλλος (állos).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of άλλος (állos).
άλλο • (állo)
άλλο • (állo)