Definify.com
Definition 2024
άθροιση
άθροιση
Greek
Noun
άθροιση • (áthroisi) f (plural αθροίσεις)
Declension
declension of άθροιση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | άθροιση | αθροίσεις |
genitive | άθροισης / αθροίσεως | αθροίσεων |
accusative | άθροιση | αθροίσεις |
vocative | άθροιση | αθροίσεις |
Related terms
- see: αθροίζω (athroízo, “to add up, to assemble”)
External links
- άθροιση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el