Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
άδικο
άδικο
See also:
-άδικο
Greek
Noun
άδικο
•
(
ádiko
)
n
(
plural
άδικα
)
wrong
,
injustice
error
Declension
declension of
άδικο
singular
plural
nominative
άδικο
άδικα
genitive
άδικου
/
αδίκου
άδικων
/
αδίκων
accusative
άδικο
άδικα
vocative
άδικο
άδικα
Synonyms
(
injustice
)
:
αδικία
f
(
adikía
,
“
wrong
”
)
Related terms
see:
αδικώ
(
adikó
,
“
to wrong
”
)
Similar Results