Definify.com
Definition 2024
Σεφαρδίτης
Σεφαρδίτης
Greek
Alternative forms
- Σεφαραδίτης (Sefaradítis)
- Σεφάρδος (Sefárdos)
- Σεφαρντίμ (Sefarntím)
Noun
Σεφαρδίτης • (Sefardítis) m (plural Σεφαρδίτες, feminine Σεφαρδίτισσα)
- (male) Sephardi (Jew of Iberian ancestry, whose native language was Ladino)
Declension
declension of Σεφαρδίτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Σεφαρδίτης | Σεφαρδίτες |
genitive | Σεφαρδίτη | Σεφαρδιτών |
accusative | Σεφαρδίτη | Σεφαρδίτες |
vocative | Σεφαρδίτη | Σεφαρδίτες |
Related terms
- Εβραίος m (Evraíos, “Jew, Hebrew”)
- Ιουδαϊσμός m (Ioudaïsmós, “Judaism”)