Definify.com
Definition 2024
Νορβηγίδα
Νορβηγίδα
Greek
Noun
Νορβηγίδα • (Norvigída) f (plural Νορβηγίδες, masculine Νορβηγός)
Declension
declension of Νορβηγίδα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Νορβηγίδα | Νορβηγίδες |
genitive | Νορβηγίδας | Νορβηγίδων |
accusative | Νορβηγίδα | Νορβηγίδες |
vocative | Νορβηγίδα | Νορβηγίδες |
Synonyms
- Νορβηγή f (Norvigí)
Related terms
- see: Νορβηγία f (Norvigía, “Norway”)