Definify.com

Definition 2024


Νεοπροτεροζωικού

Νεοπροτεροζωικού

Greek

Noun

Νεοπροτεροζωικού (Neoproterozoikoú) m

  1. Genitive singular form of Νεοπροτεροζωικός (Neoproterozoikós).