Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
Μεσοπροτεροζωικό
Μεσοπροτεροζωικό
Greek
Noun
Μεσοπροτεροζωικό
•
(
Mesoproterozoikó
)
m
Accusative
singular
form of
Μεσοπροτεροζωικός
(
Mesoproterozoikós
)
.
Similar Results