Definify.com
Definition 2024
Μεγαλειότατος
Μεγαλειότατος
Greek
Noun
Μεγαλειότατος • (Megaleiótatos) m (plural Μεγαλειότατοι, feminine Μεγαλειότατη)
- His Majesty, sire (mode of address for kings and emperors)
Declension
declension of Μεγαλειότατος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Μεγαλειότατος | Μεγαλειότατοι |
genitive | Μεγαλειότατου | Μεγαλειότατων |
accusative | Μεγαλειότατο | Μεγαλειότατους |
vocative | Μεγαλειότατε | Μεγαλειότατοι |