Definify.com
Definition 2024
Κύπριος
Κύπριος
Greek
Noun
Κύπριος • (Kýprios) m (plural Κύπριοι, feminine Κύπρια or Κυπριώτισσα)
Declension
declension of Κύπριος
Synonyms
Related terms
- see: Κύπρος f (Kýpros, “Cyprus”)
Κύπριος • (Kýprios) m (plural Κύπριοι, feminine Κύπρια or Κυπριώτισσα)