Definify.com
Definition 2024
Καινή_Διαθήκη
Καινή Διαθήκη
Greek
Proper noun
Καινή Διαθήκη • (Kainí Diathíki) f
Declension
Related terms
- Βίβλος f (Vívlos, “Bible”)
- Αγία Γραφή f (Agía Grafí, “Holy Writ”)
- Παλαιά Διαθήκη f (Palaiá Diathíki, “Old Testament”)
External links
- Καινή Διαθήκη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el