Definify.com
Definition 2024
Ερυθρόδερμος
Ερυθρόδερμος
Greek
Noun
Ερυθρόδερμος • (Erythródermos) m (plural Ερυθρόδερμοι, feminine Ερυθρόδερμη)
- a male American Indian or Native American, a redskin
Declension
declension of Ερυθρόδερμος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Ερυθρόδερμος | Ερυθρόδερμοι |
genitive | Ερυθρόδερμου | Ερυθρόδερμων |
accusative | Ερυθρόδερμο | Ερυθρόδερμους |
vocative | Ερυθρόδερμε | Ερυθρόδερμοι |
Synonyms
- Ινδιάνος m (Indiános)