Definify.com
Definition 2024
Ερυθραίος
Ερυθραίος
Greek
Noun
Ερυθραίος • (Erythraíos) m (plural Ερυθραίοι, feminine Ερυθραία)
Declension
declension of Ερυθραίος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | Ερυθραίος | Ερυθραίοι |
genitive | Ερυθραίου | Ερυθραίων |
accusative | Ερυθραίο | Ερυθραίους |
vocative | Ερυθραίε | Ερυθραίοι |
Related terms
- see: Ερυθραία (Erythraía)
External links
- Ερυθραίος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el