Definify.com
Definition 2024
Αλεξάνδρου
Αλεξάνδρου
See also: Αλέξανδρου
Greek
Alternative forms
- Αλέξανδρου (Aléxandrou)
Proper noun
Αλεξάνδρου • (Alexándrou) m
- Genitive singular form of Αλέξανδρος (Aléxandros).
Αλεξάνδρου • (Alexándrou) m